- διατροπή
- διατροπήconfusionfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατροπή — διατροπή, η (Α) [διατρέπω] 1. σύγχυση, έκπληξη, ταραχή 2. αποτυχία, καταστροφή 3. δυσαρέσκεια 4. λύπη, συμπάθεια, ευσπλαγχνία 5. αποτροπή από σφάλμα … Dictionary of Greek
διατροπῇ — διατροπή confusion fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατροπαῖς — διατροπή confusion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατροπαί — διατροπή confusion fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατροπῆς — διατροπή confusion fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατροπήν — διατροπή confusion fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)